-
1 продувать
1. (прочищать) καθαρίζω με (πίεση) αέρα, εμφυσώ 2. мед. εμφυσώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продувать
-
2 вдохнуть
-ну, -нешь, ρ.σ.μ.1. εισπνέω, ανασαίνω•вдохнуть свежий воздух εισπνέω φρέσκον αέρα.
2. εμφυσώ, εμβάλλω•вдохнуть мужество в бойцов εμφυσώ την ανδρεία στους μαχητές (εμψυχώνω).
-
3 привить
ρ.σ.μ.1. εμβολιάζω, ενοφθαλμιζω, κεντρώνω•привить яблоню εμβολιάζω τη μηλιά.
2. (ιατρ.) εμβολιάζω, βατσινάρω•привить оспу δαμαλίζω•
привить скарлатину εμβολιάζω κατά της οστρακιάς (σκαρλατίνας).
3. μτφ. εμφυτεύω, εμφυσώ εμπνέω•привить любовь к труду εμφυσώ την αγάπη για τη δουλειά.
1. εμβολιάζομαι, ενοφθαλμίζομαι, κεντρώνομάι.2. (ιατρ.) εμβολιάζομαι•оспа -лась ο δαμαλισμός έγινε.
3. εγκλιματίζομαι, συνηθίζω (για φυτά).4. ριζώνω, στεργιώνομαι • συνηθιζομαι. -
4 вдувание
η (εμ)φύσηση, το (εμ)φύ-σημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вдувание
-
5 раздувать
1. (притоком воздуха усилить горение) φυσώ, αυξάνω τη φλόγα με αύξηση της παροχής του αέρα 2. (увеличивать объём, надувать наполнять воздухом) φουσκώνω, εμφυσώ 3. (бюджет, счета и т.п.) διογκώνωπαραφουσκώνω4. (рассеивать что-л. лёгкое) (δια)σκορπίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздувать
-
6 вдохнуть
вдохнутьсов1. см. вдыхать·2. перен (что-л. в кого-л) ἐμπνέω, ἐμφυσῶ, ἐνθουσιάζω:\вдохнуть мужество в кого-л. ἐμπνέω τό θάρρος· \вдохнуть жизнь в кого-л. ἀναζωογονῶ κάποιον. -
7 вдувать
вдува||тьнесов ἐμφυσῶ, φυσῶ, φουσκώνω. -
8 вселить
вселитьсов, вселять несов1. (поселять) ἐποικίζω, ἐγκαθιστώ, βάζω νά κατοικήσει·2. перен (внушать) ἐμπνέω, ἐμφυσῶ:\вселить надежду в кого-л. ἐμπνέω (или δίνω) ἐλπίδα σέ κάποιον \вселить в кого-л. уверенность ἐμπνέω πεποίθηση σέ κάποιον. -
9 продувать
продува||тьнесов1. (прочищать) φυσώ, καθαρίζω φυσώντας·2. (о ветре \продувать обдувать) φυσάω:ветерок приятно \продуватьет τό ἀεράκι φυσάει εὐχάριστα·3. мед. ἐμφυσώ. -
10 вдуть
-вдую, вдуешь, ρ.σ.μ.εμφυσώ, εμπνέω, φουσκώνω•вдуть воздух в резиновый мяч φουσκώνω το λαστιχένιο τόπι.
-
11 вкоренить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. -ненши, βρ: -нен, -нена, -неноεμφυτεύω, εμφυσώ, εμβάλλω, θεμελιώνω, πάνω να ριζώσει•вкоренить культурные привычки εμφυτεύω πολιτισμένες συνήθειες.
ριζώνομαι, εμφυτεύομαι, θεμελιώνομαι•-лась привычка ρίζωσε η συνήθεια.
-
12 внушить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -шенный, βρ: -шен, -шена, -шено, ρ.σ.μ.εμπνέω, εμφυσώ, εμβάλλω• προκαλώ•внушить страх εμπνέω φόβο•
внушить любовь к добру εμπνέω την αγάπη για ευεργεσία•
внушить отврашение εμπνέω την απέχθεια•
внушить мораль ενθαρρύνω, δίνω θάρρος, κουράγιο, εμψυχώνω.
-
13 вселить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вселенный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. εγκατοικιζω, ενοικίζω, παρέχω κατοικία, εγκατασταίνω• στεγάζω.2. μτφ. εμπνέω, εμφυσώ, εμφυτεύω, εμβάλλω•1. εγκατατασταίνομαι σε σπίτι, ενοικίζομαι, στεγάζομαι.2. μτφ. εμφωλεύω, φωλιάζω, ριζώνω•страх -лся в его сердце ο φόβος φώλιασε στην καρδιά του.
-
14 говорить
ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.
|| κατέχω ξένη γλώσσα•говорить по-русски μιλώ ρωσικά.
2. λέγω, λέω•говорить правду λέγω την αλήθεια•
говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.
|| διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•-ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.
|| μαρτυρώ, αποδείχνω•факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.
εκφρ.говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•иначе -я – με άλλα λόγια•само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•что вы -ите! – τι λέτε!•это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•не -я уже – για να μην πω ακόμα.1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.3. φημολογούμαι• λέγομαι•как -ится όπως λέγεται.
-
15 голова
-ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.1. κεφάλι, -ή•голова болит το κεφάλι πονά•
повернуть -у στρέφω το κεφάλι•
лысая φαλακρό κεφάλι•
отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.
2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•светлая голова φωτεινό μυαλό•
пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•
замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•
быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.
3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•
городской (παλ,) δήμαρχος.
4. κεφαλή φάλαγγας.5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•
голова сыра κεφάλι τυριού.
εκφρ.без -ы – ανόητος, κουτός•с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•закружилось в -е – ζαλίστηκα•голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•- у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω). -
16 заразить
-ражу, -разишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зараженный, βρ: -жен, -жена, -жено ρ.σ. ц.1. μολύνω, μιαίνω•заразить гриппом μολύνω με γρίπη.
|| μολύνω την ατμόσφαιρα.2. μτφ. μεταδίνω, εμπνέω, εμφυσώ•заразить страхом μεταδίνω το φόβο•
заразить примером μεταδίνω το κακό παράδειγμα.
|| διαδίδω, ξαπλώνω, αγκαλιάζω.1. μολύνομαι•заразить оспой μολύνομαι από ευλογιά.
2. επηρεάζομαι•заразить суеверием μολύνομαι από δεισιδαιμονία.
-
17 инспирировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.1. εμπνέω, εμφυσώ (γνώμες, απόψεις κ.τ.τ.).2. παροτρύνω, παρακινώ, υποκινώ, προτρέπω.εμπνέω κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
18 обвеять
-ею, -ешьρ.σ.μ.1. αερίζω• φυσώ. || μτφ. εμπνέω, εμφυσώ.2. λιχνίζω. -
19 одухотворить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одухотворенный, βρ: -рен, -рени, -рено.1. εμψυχώνω, εμπνέω, εμφυσώ, προσδίδω ανώτερες πνευματικές ικανότητες (σε ζώα, φυτά, πράγματα κ.τ.τ.).2. ενθαρρύνω, ενθουσιάζω. -
20 подстроить
ρ.σ.μ.1. βλ. пристроить.2. (στρατ.) στοιχίζω, ζυγίζω, συντάσσω.3. κουρδίζω•подстроить скрипку год пианино κουρδίζω το βιολί με βάση το πιάνο.
|| μτφ. προδιαθέτω, εμφυσώ.4. μηχανεύομαι, μαγειρεύω, εξυφαίνω, χαλκεύω σκαρώνω.1. βλ. пристроиться.2. (στρατ.) στοιχιζομ;αι, ζυγίζομαι, συντάσσομαι.3. ενώνομαι, προσχωρώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εμφυσώ — εμφυσώ, εμφύσησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εμφυσώ — ( άω) (AM ἐμφυσῶ) 1. φυσώ πάνω ή μέσα σε κάποιον, επιπνέω («τοῡτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῑς λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.) 2. εμπνέω σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες αρχ. 1. φυσώ μέσα («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», Αριστοφ.) 2. φουσκώνω, διογκώνω… … Dictionary of Greek
εμφυσώ — εμφύσησα, εμφυσήθηκα, εμφυσημένος, μτβ. 1. φυσώ κάτι μέσα, βάζω με φύσημα κάτι κάπου. 2. μτφ., εμπνέω σε κάποιον κάτι (ιδέες, συναισθήματα κτλ.): Εμφύσησε στους οπαδούς του το πάθος για τη δημοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το … Dictionary of Greek
διίσταμαι — (AM διίστημι, Α και διίσταμαι) [ίστημι] 1. στέκομαι χωριστά, διαχωρίζομαι, διαιρούμαι 2. διαφωνώ, φιλονικώ μσν. κάνω κάποιον να σταθεί στα πόδια του, να αναρρώσει αρχ. Ι. ενεργ. 1. τοποθετώ χωριστά, διαιρώ, διαχωρίζω 2. διακρίνω, διαστέλλω 3.… … Dictionary of Greek
διαφυσώ — διαφυσῶ ( άω) (AM) 1. φυσώ προς διάφορες κατευθύνσεις 2. φυσώ μέσα από κάτι 3. εμφυσώ αέρα, φουσκώνω … Dictionary of Greek
εμπνέω — (AM ἐμπνέω) 1. εμφυσώ, εμβάλλω σε κάποιον κάτι («μού εμπνέει αυτοπεποίθηση», «ἐνέπνευσε αὐδήν, μένος, θράσος, φόβον κ.λπ.») νεοελλ. 1. συντελώ να γεννηθεί στη σκέψη ή στη φαντασία επιστήμονα ή καλλιτέχνη μια ιδέα, επιστημονική ή καλλιτεχνική… … Dictionary of Greek
εμπνευματώ — ( όω) (Α ἐμπνευματῶ) 1. εμφυσώ, γεμίζω αέρα 2. προκαλώ εμφύσημα αρχ. 1. παθ. (για πλοίο) ωθούμαι από τον αέρα 2. παθ. γίνομαι ασθματικός 3. εμπνέομαι από τον θεό … Dictionary of Greek
εμποιώ — ( έω) (AM ἐμποιῶ) 1. προξενώ, παράγω, επιφέρω, ενσπείρω, εμφυσώ 2. (για ψυχικές καταστάσεις) εμβάλλω, κάνω να γεννηθεί, προκαλώ, δημιουργώ («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», Ξεν.) αρχ. 1. κατασκευάζω μέσα σε κάτι («ἐν τοῑς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῑν … Dictionary of Greek
εμπρήθω — ἐμπρήθω (Α) 1. (για άνεμο) φυσώ, εμφυσώ, εξογκώνω, κάνω κάτι να φουσκώσει («ἐν δ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.) 2. καίω, πυρπολώ («ἐπὶ πύργων βαῑνον Κουρῆτες και ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
εμφυσιώ — ἐμφυσιῶ ( όω) (Α) 1. εμφυσώ, δίνω πνοή 3. (για ανάγνωση ή απαγγελία) απαγγέλλω με στόμφο 3. εμπνέω αυτοπεποίθηση 4. εμφυτεύω, εμπνέω, μεταδίδω 5. μέσ. ἐμφυσιοῡμαι εμφυτεύομαι, ριζώνω … Dictionary of Greek